παρήκμασε

παρήκμασε
παρακμάζω
to be past the prime
aor ind act 3rd sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αναξιμένης — I (Μίλητος 585/4 – 528/7 π.Χ.). Φιλόσοφος, συμμαθητής και διάδοχος του Αναξίμανδρου στην εκπροσώπηση της σχολής της Μιλήτου. Αυτά που αναφέρονται για τη διδασκαλία του από την αρχαία δοξογραφία πρέπει να προέρχονται από ειδική πραγματεία του… …   Dictionary of Greek

  • Τάνις — Αρχαία πόλη της Κάτω Αιγύπτου και μια από τις σημαντικότερες του Δέλτα του Νείλου. Ήταν χτισμένη σε ένα αμμώδες νησί, στη νοτιοανατολική πλευρά της ομώνυμης λίμνης. Πιθανότατα δεν την κυρίευσαν ποτέ οι Υκσώς, και την εποχή της 18ης δυναστείας… …   Dictionary of Greek

  • Φώκαια — Η βορειότερη από τις ιωνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, η οποία ιδρύθηκε, σύμφωνα με την παράδοση τον 8o αι. π.Χ. από Φωκαείς και Αθηναίους αποίκους, σε έδαφος που είχε παραχωρήσει η αιολική Κύμη. Γνώρισε μεγάλη ακμή κατά την αρχαϊκή εποχή και… …   Dictionary of Greek

  • φουτουρισμός — ο, Ν 1. (καλ. τεχν.) καλλιτεχνικό κίνημα που εμφανίστηκε στις αρχές τού 20ού αιώνα με επίκεντρο την Ιταλία και κήρυττε την εξέγερση κατά τού ακαδημαϊσμού, την απάρνηση όλων τών μορφών και σχημάτων τού παρελθόντος, τής παράδοσης, τού κλασικισμού,… …   Dictionary of Greek

  • χάνσα — Ήδη από τον 12o αι. η λέξη χρησιμοποιόταν στη Γερμανία, τη βόρεια Γαλλία και την Αγγλία για τις εμπορικές και πολιτικές ενώσεις πόλεων αυτών των χωρών, που δημιουργήθηκαν για την αντιμετώπιση των κινδύνων. Τευτονική X. Ένωση πόλεων της βόρειας… …   Dictionary of Greek

  • Αβασίδες — Δυναστεία χαλίφηδων, η οποία διαδέχτηκε το 747 τη δυναστεία των Ομεϊαδών. Ιδρυτής της υπήρξε ο Αμπούλ Αμπάς, ο επιλεγόμενος αλ Σαφάχ(αιμοδιψής). Ενώ οι Α. εδραίωναν την εξουσία τους, ο τελευταίος από τους Ομεϊάδες, αφού γλίτωσε από τη σφαγή που… …   Dictionary of Greek

  • Άβυδος — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας Αιγύπτου, 130 χλμ. Ν του Ασιούτ, στην αριστερή όχθη του Νείλου. Ταφικό κέντρο συνδεδεμένο με τη λατρεία του Όσιρη, θεού του ήλιου και των νεκρών, ήταν ένας από τους πιο προνομιούχους τόπους ταφής,… …   Dictionary of Greek

  • Άμστερνταμ — (Amsterdam).Πόλη (735.668 κάτ. το 2002) της Ολλανδίας, πρωτεύουσα του βασιλείου των Κάτω Χωρών, χτισμένη στη συμβολή του ποταμού Άμστελ (Άμστερνταμ σημαίνει στα φλαμανδικά, φράγμα του Άμστελ) με τον Οζ, (σε μια κόλπωση στο ΒΔ άκρο της λίμνης… …   Dictionary of Greek

  • Αράς — (Arras). Πόλη (40.600 κάτ. το 2002) της βόρειας Γαλλίας, στην περιοχή Αρτουά, στις όχθες του ποταμού Σκαρπ. Είναι πρωτεύουσα του νομού Πα ντε Καλέ. Αποτελεί αξιόλογο καλλιτεχνικό και βιομηχανικό κέντρο, ενώ υπήρξε γενέτειρα του Ροβεσπιέρου κ.ά. Η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”